ὀκλάσας

ὀκλάσας
ὀκλά̱σᾱς , ὀκλάζω
crouch down with bent hams
fut part act fem acc pl (doric)
ὀκλά̱σᾱς , ὀκλάζω
crouch down with bent hams
fut part act fem gen sg (doric)
ὀκλάσᾱς , ὀκλάζω
crouch down with bent hams
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”